κάδοι

κάδοι
κάδος
jar
masc nom/voc pl
κά̱δοῑ , κήδω
trouble
pres opt act 3rd sg (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • КАДЫ —    • Κάδοι,          урны для собирания голосов при судебных приговорах: одна для обвинительных, другая для оправдательных баллов (ψη̃φοι). Со времени Евклида был всего один κάδος (καδίσκος), но зато различные ψη̃φοι, черные и белые, или цельные… …   Реальный словарь классических древностей

  • РУССКИЙ УКАЗАТЕЛЬ СТАТЕЙ — Абант Άβας Danaus Абанты Άβαντες Абарис Άβαρις Абдера Abdera Абдулонома Абдул Abdulonymus Абелла Abella Абеллинум Abellinum Абеона Abeona Абидос или Абид… …   Реальный словарь классических древностей

  • αγωγός — Το υλικό σώμα που διευκολύνει τη ροή ενός ρευστού ή τη διοχέτευση ενέργειας (βλ. λ. αγωγιμότητα, ηλεκτρισμός, ρευστό, ροή, υδραυλική).α. αναρρόφησης.Στοιχείο της αντλίας (βλ. λ.).α. ηλεκτρικός.Το υλικό σώμα μέσα στο οποίο κινούνται τα ηλεκτρικά… …   Dictionary of Greek

  • βυθοκόρος — Μηχανικό συγκρότημα για την εκτέλεση εκσκαφών μεγάλης έκτασης σε πετρώματα μαλακά ή κατατεμαχισμένα (άμμος, χαλίκια, άργιλος, λάσπη κλπ.). Υπάρχουν διάφοροι τύποι τέτοιων μηχανημάτων, ανάλογα με τις ιδιαίτερες συνθήκες της θέσης των υλικών και… …   Dictionary of Greek

  • εκσκαφέας — Μηχάνημα που χρησιμοποιείται γενικά για την εκσκαφή σκληρών ή θρυμματισμένων βράχων και για την εύκολη και γρήγορη απομάκρυνση των υλικών που προκύπτουν από την εκσκαφή. Όταν η εκσκαφή γίνεται στον βυθό της θάλασσας, το μηχάνημα ονομάζεται… …   Dictionary of Greek

  • πολυκαδία — ἡ, Α πολλοί κάδοι συνδεδεμένοι στη σειρά, αλυσίδα κάδων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κάδος «δοχείο, κουβάς» + κατάλ. ία] …   Dictionary of Greek

  • υπαντέλεια — Α (κατά τον Ησύχ.) «χαλκᾱ ἀγγεῑα, κάδοι» …   Dictionary of Greek

  • Τάσα πολιτισμός — Αρχαιότατος νεολιθικός πολιτισμός της Μέσης Αιγύπτου (6η 5η χιλιετία π.Χ.). Ανακαλύφθηκε πλησίον του χωριού Τάσα από τον Άγγλο αρχαιολόγο Γ. Μπράντον. Αποτελείται από οικισμούς και νεκροταφεία. Οι άνθρωποι ασχολούνταν με τη γεωργία κυρίως και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”